- ὀπισθοκέφαλον
- ὀπισθο-κέφαλον, τό, Hinterkopf
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οπισθοκέφαλον — ὀπισθοκέφαλον, τὸ (Α) το πίσω μέρος τού κεφαλιού, το ινίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + κεφαλή] … Dictionary of Greek
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek